-
1 αποστολή
[апостоли] ουσ. Θ. рассылка поручение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποστολή
-
2 экспедиция
-и θ.1. αποστολή•экспедиция грузов αποστολή φορτίων•
экспедиция посылок αποστολή δεμάτων.
2. αποστολή ομάδας ανθρώπων (για κάποιο σκοπό)•полярная экспедиция αποστολή στον πόλο•
научная экспедиция επιστημονική αποστολή•
карательная экспедиция εκκαθαριστική αποστολή (επιχείρηση).
3. ίδρυμα ή τμήμα αυτού• γραφείο. -
3 миссия
-и θ.1. αποστολή•трудная миссия δύσκολη αποστολή.
2. καθήκον (για εκτέλεση έργου).3. αντιπρόσωποι•торговая миссия εμπορική αποστολή•
военная миссия στρατιωτική αποστολή.
4. οργάνωση ιεραποστολική•папская миссия η παπική αποστολή.
-
4 миссия
миссия ж 1) (поручение) η αποστολή, η εντολή 2) (делегация) η αποστολή, η αντιπροσωπεία 3) (представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία* * *ж1) ( поручение) η αποστολή, η εντολή2) ( делегация) αποστολή, η αντιπροσωπεία3) ( представительство) η πρεσβεία, η αντιπροσωπεία -
5 экспедиция
экспедиция ж η αποστολή; научная \экспедиция η επιστημονική αποστολή* * *жη αποστολήнау́чная экспеди́ция — η επιστημονική αποστολή
-
6 задание
-я ουδ.καθήκο, έργο υποχρεωτικό•производственное задание παραγωγικό καθήκο•
выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•
плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.
|| εργασία, δουλειά•домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.
|| παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•боевое задание αποστολή μάχης•
особое задание ειδική αποστολή•
сменное задание δουλειά για μια βάρδια•
не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..
-
7 пересылка
-и θ.1. αποστολή•пересылка письма αποστολή γράμματος•
пересылка денег по почте αποστολή χρημάτων ταχυδρομικώς.
2. αλληλοαποστολή (δεμάτων, γραμμάτων κ.τ.τ.).3. φυλακή προσωρινής κάθειρξης τμήμα μεταγωγών.εκφρ.по -е – (για μεταφορά στην εξορία)• παλ. • με συνοδεία (φρουράς). -
8 отправка
1. свз. η αποστολή 2. (отгрузка) (η φόρτωση και) η αποστολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отправка
-
9 задание
задание с 1) η αποστολή η εντολή, η παραγγελία (поручение ) 2) το γύμνασμα (упражнение ) το μάθημα (школьное)* * *с1) η αποστολή; η εντολή, η παραγγελία ( поручение) -
10 командировать
-
11 пересылка
-
12 посылка
посылка ж 1) (действие) η αποστολή 2) (почтовая) το ( ταχυδρομικό) δέμα" отправить \посылкау στέλνω δέμα* * *ж1) ( действие) η αποστολή2) ( почтовая) το (ταχυδρομικό) δέμαотпра́вить посы́лку — στέλνω δέμα
-
13 задание
задани||ес ἡ ἀποστολή, ἡ ἐντολή, τό ἔργο[ν] / ἡ παραγγελία (поручение)/ τό μάθημα (школьное):письменное \задание ἡ γραπτή ἀσκηση· боевое \задание ἡ πολεμική ἀποστολή· работать по \заданиею δουλεύω κατά παραγγελία· давать \задание а) ἀναθέτω μιά ἀιχοστολή, ἀναθέτω μιά δουλειά, б) βάζω μάθημα (в школе)· выполнять \задание а) ἐκπληρώ τήν ἐντολήν, б) ἐτοιμάζω τό μάθημα (в школе). -
14 миссия
ми́сси||яж1. (поручение) ἡ ἀποστολή, ἡ ἐντολή:возложить \миссияю на кого-л. ἀναθέτω σέ κάποιον ἐντολή, ἀποστολή·2. дип. ἡ πρεσβεία, ἡ ἀντιπροσωπεία. -
15 отправление
отправлениес1. (писем, багажа и т. л.) τό στάλσιμο, ἡ ἀποστολή/ ἡ διεκ-περαίωση [-ις] (тк. предметов)·2. (отход) ἡ ἀναχώρηση (поезда)/ ὁ ἀπόπλους, ἡ ἄπαρση (парохода, корабля)·3. книжн. (обязанностей, должности) ἡ ἐκτέλεση[-ις]·4. (организма) ἡ λειτουργία·5. (отправляемый предмет) ἡ ταχυδρομική ἀποστολή, τό ταχυδρομικό δέμα -
16 экспедиция
экспедицияж1. ἡ ἀποστολή:нау́ч-ная \экспедиция ἡ ἐπιστημονική ἀποστολή· карательная \экспедиция ἡ ἐκκαθαριστική ἐπιχείρηση2. (учреждение, отдел) ἡ διεκπεραίωση [-ις]. -
17 боевой
επ.1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•-ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•
-ое задание στρατιωτική αποστολή•
-опыт η πολεμική πείρα•
-ая тревога πολεμικός συναγερμός•
боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•
-ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•
-ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•
боевой конь μαχητικό άλογο•
боевой патрон το φυσίγγι•
-ые припасы τα πολεμοφόδια•
-ая задача αποστολή μάχης•
-ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•
боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•
-ая мощь στρατιωτική ισχύς•
-ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.
2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•боевой дух πολεμικό πνεύμα.
3. αγωνιστικός. -
18 отправка
-и θ.αποστολή•отправка груза αποστολή φορτίου.
|| αναχώρηση, εκκίνηση, ξεκίνημα (πλοίου) απόπλους, σαλπάρισμα•отправка поезда εκκίνηση του τρένου.
-
19 переправка
-и θ.αποστολή• στάλσιμο•письма за границу αποστολή γράμματος στο εξωτερικό.
-
20 присылка
-и θ.αποστολή•присылка денег αποστολή χρημάτων.
|| δέμα σταλμένο, αποδοσίδι, αμανάτι.
См. также в других словарях:
ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek